2. «Αναζωπυρείν το χάρισμα»
Έχει δεχθεί μέχρι τώρα ότι η ιερωσύνη είναι μεγάλο χάρισμα που δίδεται σ’
αυτούς που έχουν θεραπευθή από τα πάθη και τίθενται στην θέση του ιατρού για
την θεραπεία των παθών του λαού.
Αλλά ο ιατρός χρειάζεται μια διαρκή ανανέωση, διαφορετικά δεν μπορεί να
θεραπεύση με νέους τρόπους τις ασθένειες των ανθρώπων. Αυτό το ίδιο, κατά
κάποιο βαθμό, συμβαίνει και με τους ιερείς. Χρειάζεται ανύστακτη προσοχή και
μεγάλος αγώνας για να κρατούν πάντοτε αυτό το χάρισμα της ιερωσύνης. Ο
ιερεύς φέρει μέσα του την ιερωσύνη του Χριστού και πρέπει να την διατηρή
αμόλυντη. Αυτό έχει βαθειά σημασία.
Υπάρχουν ιερείς οι οποίοι δεν έχουν καθαιρεθή και, επομένως, μπορούν να
λειτουργούν και να τελούν με την Χάρη του Θεού τα Μυστήρια. Εξωτερικά έχουν
ακώλυτη ιερωσύνη, διότι δεν έχουν καμμιά καταδικαστική απόφαση της
Εκκλησίας. Αλλά η ιερωσύνη τους δεν έχει δύναμη, γιατί την μόλυναν με την ζωή
τους. Μπορούν να αγιάζουν τα δώρα, αλλά δεν μπορούν οι ίδιοι να αγιασθούν
αυτά, όπως λέγει ο Νικόλαος Καβάσιλας.
Που φαίνεται αυτή η πνευματική αδυναμία; Φαίνεται κυρίως στο ότι δεν μπορούν
να θεραπεύουν και δεν γνωρίζουν να θεραπεύουν. Γιατί το να τελή κανείς τα
Μυστήρια είναι της Χάριτος του Θεού, που δίδεται δια του Μυστηρίου της
ιερωσύνης. Το να θεραπεύη όμως τις ασθένειες των ανθρώπων είναι της Χάριτος
του Θεού, που δίδεται στον άνθρωπο εκείνον που αξιοποιεί την Χάρη του
Βαπτίσματος, που αξιοποιεί το βασιλικό χάρισμα. Έτσι εξηγείται γιατί πολλοί
ιερείς αγνοούν και αδυνατούν να θεραπεύουν τα πάθη των ανθρώπων, δεν
γνωρίζουν την μέθοδο την οποία πρέπει να εφαρμόζουν. Δεν έχουν ιδέα τι είναι
καρδιά, νους, πως αιχμαλωτίζεται ο νους ή πως νεκρώνεται η καρδιά. Πολλές
φορές θεωρούν τις διδασκαλίες αυτές σαν αναφερόμενες μόνον στους
Έτσι χωρίζουν την διδασκαλία του Χριστού και των Πατέρων σε μοναχική και
κοσμική. Αλλά τέτοια διάκριση δεν υπάρχει στην διδασκαλία της Ορθοδόξου
Εκκλησίας μας.
Στην συνέχεια θα θέλαμε να εκθέσουμε την διδασκαλία της Εκκλησίας, δια των
αγίων Αποστόλων και Πατέρων, πάνω στο θέμα ότι ο ιερεύς πρέπει να αξιοποιή
χάρισμα της ιερωσύνης, να αναζωπυρώνη το χάρισμα το οποίο έλαβε κατά την
διάρκεια του Μυστηρίου της ιερωσύνης, γιατί διαφορετικά αδυνατεί να
τις πνευματικές ασθένειες των ανθρώπων.
Βασικά προσόντα των θεραπευτών – ιερέων
Ο Απόστολος Παύλος παραγγέλλει στον μαθητή του Τιμόθεο: «μη αμέλει του εν
σοι χαρίσματος» (Α’ Τιμ. δ’, 14). Αυτή η προτροπή είναι ανάλογη με την
προς τους Χριστιανούς: «Συνεργούντες δε και παρακαλούμεν μη εις κενόν την
χάριν του Θεού δέξασθαι υμάς» (Β’ Κορ στ’, 1), και την διαβεβαίωση του ίδιου
Αποστόλου «η χάρις αυτού η εις εμέ ου κενή εγενήθη» (Α’ Κορ. ιε’, 10). Στον
Απόστολο Τιμόθεο επίσης δίδει την παραγγελία: «δι’ ην αιτίαν αναμιμνήσκω σε
αναζωπυρείν το χάρισμα του Θεού, ο εστιν εν σοι δια της επιθέσεως των χειρών
μου» (Β’ Τιμ. α’, 6).
Στις λεγόμενες ποιμαντικές επιστολές ο Απόστολος Παύλος συχνά αναφέρεται
θέμα αυτό, Ο επίσκοπος και γενικά ο ιερωμένος πρέπει με τον αγώνα του να
διαφυλάττη το χάρισμα της ιερωσύνης, να διακονή αξίως τον Θεόν και τους
ανθρώπους, να φυλάττη την παρακαταθήκη.
Θα θέλαμε από τα πολλά χωρία που υπάρχουν να παραθέσουμε μερικά
χαρακτηριστικά: «γύμναζε δε σεαυτόν προς ευσέβειαν» (Α’ Τιμ. δ’ 7). «Καλός
διάκονος Ιησού Χριστού, εντρεφόμενος τοις λόγοις της πίστεως και της καλής
διδασκαλίας η παρηκολούθηκας» (Α’ Τιμ. δ’, 6). «Τύπος γίνου των πιστών εν
εν αναστροφή εν αγάπη, εν πνεύματι, εν πίστει, εν αγνεία» (Α’ Τιμ. δ’, 12).
Παρακαλεί τον Τιμόθεο να τηρήση την εντολή «άσπιλον, ανεπίληπτον μέχρι της
επιφανείας του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού» (Α’ Τιμ. στ’, 14). Τον προτρέπει να
φυλάττη την παράδοση: «την καλή παραθήκην φύλαξον δια Πνεύματος Αγίου του
ενοικούντος εν ημίν» (Β’ Τιμ α’, 14). Αυτή η διαφύλαξη της παραδόσεως πρέπει
γίνεται με το Πνεύμα το Άγιο που κατοικεί μέσα στον Τιμόθεο. Τον προτρέπει να
έχη νήψη, προσοχή, ανύστακτη μέριμνα για να ανταποκριθή στην μεγάλη κλήση
του Θεού: «συ δε νήφε εν πάσι, κακοπάθησον, έργον ποίησον ευαγγελιστού,
διακονίαν σου πληροφόρησον» (Β’ Τιμ. δ’, 5).
Στην πατερική διδαχή αναφέρονται όλα τα ουσιαστικά προσόντα που πρέπει να
κοσμούν τον ιερέα για να μπορή να ανταποκριθή στο μεγάλο του έργο και την
υψηλή του κλήση. Στην συνέχεια θα προσπαθήσουμε να κάνουμε μια επιλογή
την πατερική διδασκαλία, κυρίως του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου και του
οσίου Θεογνώστου. Η διδασκαλία των δύο αυτών Πατέρων εκφράζει την
διδασκαλία της αγίας Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Κατά τον όσιο Θεόγνωστο δεν πρέπει ο ιερεύς να πληροφορήται μόνο από τις
ανθρώπινες παραδόσεις, αλλά να έχη μέσα του μυστικώς και κρυπτώς την Χάρη
του Θεού: «όρα δε μη πληροφορείσθαι εν τη των θείων τελεταρχία ταις υπ’
ανθρώπων μόνον παραδόσεσιν, αλλ’ έστω σοι και η χάρις κρυπτώς άμα και
μυστικώς τα υψηλότερα συνετίζουσα»[53]. Το αξίωμα και το ένδυμα της ψυχής
είναι λαμπρόν, αν ο ιερεύς «έχη συνεκλάμπουσαν ένδον και την ψυχήν δια
καθαρότητος»[54]. Γι’ αυτό ο ιερεύς πρέπει να φυλάττη αυτό το θείο δώρο «ως
κόρην οφθαλμού» και την τιμή να τηρήση άχραντον[55].
Αυτά φανερώνουν ότι απαιτείται μεγάλη νήψη εκ μέρους του ιερέως. Και αυτή η
νήψη απαιτεί πολύ πόνο. Η θεία Λειτουργία πρέπει να τελήται υπό του ιερέως
πρώτα υπέρ του εαυτού του «νηφόντως και πεπονημένως»[56].
Και ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος επιμένει σ’ αυτήν την διαρκή προσοχή για
διαφύλαξη της ιερατικής Χάριτος. Λέγει ότι ο ιερεύς πρέπει να είναι νηφάλιος
διορατικός «και μυρίους πανταχόθεν κεκτήσθαι τους οφθαλμούς»[57]. Να μοιάζη
με τα πολυόμματα Χερουβείμ για να λατρεύη καθαρά τον Κύριο των δυνάμεων.
Πρέπει να είναι περιφραγμένος από παντού, «τη τε συντόνω σπουδή και τη
διηνεκεί περί τον βίον νήψει», για να μη τραυματισθή[58]. Κατά τον ιερό
Χρυσόστομο όπως η φωτιά χρειάζεται ξύλα, έτσι και «η χάρις της προθυμίας της
ημετέρας, ίνα αεί αναζέη». Από μας εξαρτάται να σβήση ή να ανάψη αυτό το
χάρισμα. Το χάρισμα της «προστασίας της Εκκλησίας» σβήνει «δια της ακηδίας
και ραθυμίας», διεγείρεται δε «υπό νήψεως και προσοχής»[59].
Η νήψη είναι απαραίτητη για να διαφυλάξη τον εαυτό του καθαρό και έτσι να
παραμείνη η ιερατική Χάρη και ευλογία. Η σεβασμία ιερωσύνη, κατά τον όσιο
Θεόγνωστο, «αγγελικής δείται τάξεως και καθάρσεως και πλείονος της μετά
ταύτα ασφαλείας και σωφροσύνης[60]». Πρέπει ο ιερωμένος, κατά τον ιερό
Χρυσόστομο, να είναι τόσο καθαρός ωσάν να στέκεται μεταξύ των επουρανίων
δυνάμεων[61]. Η ψυχή του ιερέως, κατά τον ίδιο Πατέρα, πρέπει να είναι
καθαρότερη από τις ακτίνες «ίνα μηδέποτε έρημον αυτόν καταλιμπάνη το Πνεύμα
το άγιον»[62].
Η μετάνοια είναι ένα άλλο απαραίτητο πνευματικό προσόν για τον ιερέα.
«Ρείθροις δακρύων» να λευκαίνεται υπέρ χιόνα και εν συνεχεία με καθαρή
συνείδηση να άπτεται «των αγίων ως άγιος»[63].
Η καθαρότητα του ιερέως πρέπει να λάμπη και να ακτινοβολή στους Χριστιανούς.
Ο ιερωμένος πρέπει να καθαρίζεται από τα πάθη, «εξαιρέτως δε πορνείας και
μνησικακίας, μηδέ ψιλήν έχειν φαντασίαν»[64]. Πολλοί Πατέρες τονίζουν ότι
τα δυο πάθη (πορνεία – μνησικακία) πρέπει να βρίσκωνται μακράν του ιερέως,
γιατί διαφορετικά δεν ενεργεί η Χάρη του Θεού για την θεραπεία των ασθενών
πνευματικών του παιδιών. Τότε η ιερωσύνη, όπως έχουμε σημειώσει, πάσχει.
εαυτό του πρέπει να έχη «τεθυμένον των θανάτω των παθών και των
ηδονών»[65]. Άλλωστε, κατά τον αββά Δωρόθεο, «ιερείον εστιν παν το
αφιερωμένον εις θυσίαν Θεού, υπόθου πρόβατον ή βουν ή τι των
Πρέπει να είναι ολοκληρωτικά αφιερωμένος στον Θεό.
Το Ευαγγέλιο, που διαγράφει την πορεία του αγωνιζομένου Χριστιανού για να
φθάση στην κοινωνία με τον Θεό, πρέπει μα εφαρμόζεται πρωτίστως από τον
διάκονό του, δηλαδή τον ιερωμένο. Η ασκητική της Εκκλησίας, που
σ’αυτό το βιβλίο, πρέπει να είναι γνωστή στους ποιμένες της Εκκλησίας. Και όταν
λέμε να είναι γνωστή δεν εννοούμε ότι πρέπει να γνωρίζεται δια των
αναγνωσμάτων, δηλαδή να είναι εγκεφαλικά γνωστή, αλλά είναι βίωμά τους.
ό,τι περνά μέσα από την καρδιά, αυτό βοηθά τους πιστούς Χριστιανούς.
Προσφέρει κανείς το αίμα του για να τραφή ο άλλος. Τεμαχίζεται και χορταίνει
τους ανθρώπους.
Πέρα όμως από την κάθαρση και την μετάνοια, την νήψη και την προσοχή, ο
ιερωμένος πρέπει να είναι πεπληρωμένος όλων των Χαρίτων του Πνεύματος,
των αρετών. Η βασική αρετή είναι η αγία ταπείνωση που, κατά τον άγιο Ισαάκ
Σύρο, είναι στολή της θεότητος, αφού ο Χριστός για να σώση τον άνθρωπο
«εταπείνωσεν εαυτόν», όπως λέγει ο Απόστολος. Άλλωστε η θεία Ευχαριστία που
τελεί ο ιερεύς μας υποδεικνύει αυτήν την ταπείνωση του Χριστού. Με την θεία
Ευχαριστία έχουμε την δυνατότητα να εισέλθουμε στην αγία ταπείνωση, να
αποκτήσουμε το θυσιαστικό ήθος. Γι’ αυτό με την τέλεση της θείας Λειτουργίας
δεν επιδιώκουμε απλώς να μεταβληθούν ο άρτος και ο οίνος σε Σώμα και Αίμα
Χριστού, αλλά να αποκτήσουμε το ήθος του Χριστού. Και αυτό είναι η
Επιδιώκουμε να εισδύσουμε μέσα στο πνεύμα της θείας Ευχαριστίας, που είναι η
κένωση.
Μέσα σ’ αυτήν την προοπτική ο όσιος Θεόγνωστος παραγγέλλει: «ταπείνου
σεαυτόν ωσεί και σφαγής πρόβατον, υπερέχοντάς σου πάντας εν αληθεία
ηγούμενος»[67]. Προτρέπει μάλιστα ο ίδιος Πατήρ χαρακτηριστικά: «έχων
σεαυτόν γην και σποδόν και κάθαρμα και κύνα τινα, και θρήνει
Την ιερατική διακονία πρέπει να την διέρχεται «μετά φόβου και τρόμου» και,
αυτόν τον τρόπο, να ορθοτομή τον λόγο της αληθείας και να κατεργάζεται την
σωτηρία του[69]. Όμως οι άγιοι Πατέρες γνωρίζουν και την υπάρχουσα
πραγματικότητα. Δεν αγνοούν και την ύπαρξη πολλών αναξίων ιερέων που,
να διαθέτουν αυτά τα ουσιαστικά προσόντα, τολμούν να διακονούν τα άγια
Μυστήρια. Η ιερωσύνη, κατά τον άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο, δεν σκεπάζει τα
πάθη του ανθρώπου, αλλά τα αποκαλύπτει, τα φανερώνει. Όπως η φωτιά
τις μεταλλικές ύλες «ούτω και η του κλήρου βάσανος τας των ανθρώπων
διακρίνει ψυχάς∙ καν οργίλος τις η, καν μικρόψυχος, καν φιλόδοξος, καν
καν ό,τι δήποτε έτερον, άπαντα εκκαλύπτει και γυμνοί ταχέως τα ελαττώματα∙
ου γυμνοί δε μόνον, αλλά και χαλεπώτερα και ισχυρότερα αυτά καθίστησιν»[70]
Ο άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης αναφέρει περίπτωση κατά την οποία είδε γέροντες
ιερείς «υπό δαιμόνων εμπαιζομένους»[71].
Δεν διστάζουν οι άγιοι Πατέρες να φανερώσουν και την τιμωρία των αναξίων
ιερέων, αυτών που μετέρχονται αυτό το μεγάλο υπούργημα χωρίς την κατάλληλη
δοκιμασία, προετοιμασία και ζωή. Και αυτό γιατί, αντί να θεραπεύουν τις ψυχές
του ποιμνίου, τις σκανδαλίζουν.
Ο Ισίδωρος Πηλουσιώτης γράφει: «Μη παίζωμεν εις τα θεία»[72].
Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος λέγει ότι αυτή η ίδια η ιερωσύνη θα μας
κατηγορήση, εάν δεν την εξασκούμε σωστά: «Επεί ή γε ιερωσύνη και εγκαλέσει
δικαίως ημίν, ουκ ορθώς αυτήν μεταχειρίζουσιν»[73].
Κατά τον όσιο Θεόγνωστο, ο αδιόρθωτος ιερεύς ο οποίος εκουσίως δεν απέχει
θείας ιεροτελεστίας πέφτει «εις χείρας Θεού ζώντος μετ’ οργής ου φειδομένου
φιλανθρώπως»[74]. Διασώζει την πληροφορία ότι «πολλοί κανταύθα των αναξίως
ιερουργούντων, αιφνιδίω αναρπασθέντες θανάτω, τοις εκείσε παρεπέμφθησαν
δικαιωτηρίοις»[75].
Έχει υπ’ όψη του δύο παραδείγματα αναξίων ιερέων με διαφορετικά
αποτελέσματα. Ο ένας, ενώ εξωτερικά φαινόταν τίμιος στους ανθρώπους, εν
τούτοις όμως ήταν «ένδοθεν κρυπτώς λαγνεύων και μολυνόμενος» και έτσι, όταν
την ώρα του χερουβικού ύμνου έλεγε το «ουδείς άξιος», «εξαίφνης ευρέθη
νεκρός»[76]. Ο άλλος ιερεύς είχε πέσει σε πάθος πορνείας, γι’ αυτό αρρώστησε
από ανίατη ασθένεια και προσήγγισε τον θάνατο. Όταν ήλθε σε συναίσθηση της
αναξιότητός του και ορκίσθηκε να σταματήση να ιερουργή «κατά πόδας δ’
και η θεραπεία επηκολούθει, ως μηδ’ ίχνος τούτω εναπομείναι νοσήματος»[77].
Επιμείναμε πάνω στο σημείο αυτό, καίτοι φαινόταν ότι βρισκόμασταν έξω από το
θέμα που μας απασχολεί, γιατί θέλαμε κυρίως να τονίσουμε ότι η ιερωσύνη είναι
ποιμαντική διακονία του λαού. Ο ιερεύς και ο επίσκοπος έχουν αυτήν την μεγάλη
τιμή να υπηρετούν τον λαό. Υπηρεσία του λαού, πρωτίστως και κυρίως είναι η
θεραπεία. Άλλωστε η Εκκλησία δεν υπάρχει απλώς για να κάνη κοινωνικό έργο
να εξυπηρετή τις κοινωνικές ανάγκες των ανθρώπων, αλλά για να οδηγή τους
ανθρώπους στην σωτηρία, δηλαδή στην θεραπεία της ψυχής. Το έργο αυτό
πολλά προσόντα. Χρειάζεται να ενοική μέσα στον ιερωμένο η άκτιστη Χάρη του
Θεού. Δεν πρέπει απλώς να τελή τα Μυστήρια, αλλά και να αγιάζεται από αυτά,
ώστε αγιαζόμενος να αγιάζη με την ύπαρξή του τους ανθρώπους. Το έργο αυτό
είναι υψηλότατο, γι’ αυτό ο ιερός Χρυσόστομος αποφαίνεται: «Ουκ οίμαι είναι
πολλούς εν τοις ιερεύσι τους σωζομένους, αλλά πολλώ πλείους τους
απολλυμένους∙ το δε αίτιον, ότι μεγάλης το πράγμα δείται ψυχής»[78].