1. Την ώρα πού ή θεία λειτουργία τελείται στην γη, στο Ναό, τελείται και μια άλλη λειτουργία στον Ουρανό.
Αυτό το έδειξε ό Θεός σε έναν άνθρωπο σε κάποιο μοναστήρι.
Είχε διακόνημα να καθαρίζει τον πρόναο του καθολικού της Μονής. Ένας άλλος νεαρός μοναχός σκούπιζε τον χώρο από την Ωραία Πύλη μέχρι την πύλη της Εκκλησίας. Την ίδια ώρα γινόταν ή λειτουργία. Προσευχόταν λοιπόν για τον εαυτό του, όπως μπορούσε, με την απλότητα της καρδιάς του. Ξαφνικά στρέφει το βλέμμα του προς τα άνω και βλέπει τον ουρανό ανοιχτό και μια Αγία Τράπεζα. Μπροστά στην Αγία αυτή Τράπεζα ήσαν τρεις αρχιερείς γονατιστοί. Παράπλευρα έστεκε μια χορωδία με απερίγραπτη ομορφιά. Γινόταν ή θεία λειτουργία. Ολόκληρη. Την τελούσαν άγιοι ιεράρχες. Ιεράρχες σαν τους Βασίλειο, Γρηγόριο και Ιωάννη, σαν τους Αθανάσιο και Κύριλλο, τους οικουμενικούς διδασκάλους.
Έστάθη ό μοναχός περισσότερο από μισή ώρα ακίνητος και έβλεπε. Σαν να είχε μαρμαρώσει! Όταν ή λειτουργία τελείωσε και οί αδελφοί έφευγαν από την Εκκλησία, είδαν τον μοναχό αυτό να στέκει ακόμα ακίνητος. Ή σκούπα του είχε φύγει από τα χέρια. Σαν στήλη άλατος! Μουσκεμένος από τα δάκρυα. Κυριολεκτικά μουσκεμένος! Τον πήραν με προσοχή από το χέρι και, χωρίς να τον ερωτήσουν τίποτε, τον επήγαν στο κελί του. Έμεινε και στο κελί του μερικές ώρες σαν αποβλακωμένος. Μετά ήρθε ό πνευματικός. Τον ησύχασε. Και όταν συνήλθε, τον επήγε στον ηγούμενο. Και εκεί, μπροστά στον ηγούμενο, τα είπε όλα, Οσα είδε.
2. Να γιατί δεν πρέπει να χάσκετε.
Αυτές τις ώρες, να τις έχετε ιερές. Να μην ασχολείσθε με τίποτε. Και ποτέ – μα ποτέ να μη βρίσκεσθε στην κουζίνα σας! Να μην ασχολείστε ούτε καν να επιβλέπετε κάτι! Με τίποτε! Τις Κυριακές και τις Μεγάλες Εορτές. Τις δώδεκα εορτές. Τις Δεσποτικές και τις Θεομητορικές εορτές. Τις εορτές των μεγάλων εορταζόμενων Αγίων. Των Αγίων Αρχαγγέλων. Του προστάτου σας Αγίου, του οποίου φέρετε το όνομα. Αν αυτά τα τόσο απλά δεν τηρούμε, θα τον χάσομε τον φόβο του Θεού. Και όταν τον χάσομε, θα καταντήσομε ως ό εθνικός και τελώνης, άθεοι. Τόσο πολύ αδειάζομε, ώστε να καταντάμε ως ό εθνικός και ό τελώνης.
3. Κάποιος ιερομόναχος λειτουργούσε.
Ερώτηση: Βέβαια εμείς δεν το βλέπομε. Όμως κατεβαίνει και τώρα σε κάθε λειτουργία πυρ από τον Ουρανό;
Απάντηση: Πώς όχι; Μόνο πού δεν το βλέπομε με τα σωματικά μας μάτια. Μα και δεν θα μας ωφελήσει να το ιδούμε. Γιατί είμαστε υπερήφανοι, ματαιόδοξοι, φιλόδοξοι. Και θα μας έβλαπτε. Και τους διαβόλους για τον ίδιο λόγο δεν τους βλέπομε. Γιατί δεν θα μας ήταν ωφέλιμο. Μπορεί και να υπερηφανευόμαστε. Βέβαια μπορεί και να γινόμαστε έτσι ακλόνητα πιστοί. Μα θα υπερηφανευόμαστε! Και όποιος αισθάνεται πνευματική αυτάρκεια, καταφρονεί την πίστη.
4. Να ένα ενδιαφέρον, περίπλοκο και δύσκολο ζήτημα: Ποια είναι ή συμμετοχή του λαϊκού, του κάθε ανθρώπου, του μη Ιερωμένου, στην λειτουργία;
Συνήθως να πώς μετέχετε! Συνήθως την λειτουργία δεν την παρακολουθείτε, όπως πρέπει! Γιατί δεν παρακολουθείτε την κάθε λέξη από αυτά, πού ψάλλουν και διαβάζουν! Ουσιαστικά συμμετέχετε μόνο με την αισθητή σας ύπαρξη, με την σωματική παρουσία σας! Για αυτό και τόσο σπάνια παίρνετε από την λειτουργία παρηγοριά, χαρά, ξανάνιωμα.
Επάνω από όλα πρέπει να φροντίζετε να έχετε ειρήνη. Άμα έλθεις στην λειτουργία, χωρίς να έχεις ειρήνη, πώς θα λάβεις χαρά; Μετά χρειάζεται και ή συμμετοχή: Να παρακολουθείτε δηλαδή ένα-ένα τα λόγια, πού ψάλλομε και διαβάζαμε.
Ακούτε συχνά, ότι είναι αξιοσύστατη ή συμμετοχή όλου του λαού στην ψαλμωδία. Ή κοινή ψαλμωδία δεν προκαλεί τόσο εντόνους συναισθηματισμούς, όσο ή πολυφωνική μουσική.
Να γιατί ό απλός λαός, πού δεν καταλαβαίνει την πολυφωνική και την κλασσική μουσική, προσεύχεται! Ενώ ή λεγομένη ίντελιγκεντσια, οι κουλτουριάρηδες, πού αγαπούν την κλασσική μουσική, προσεύχονται μόνο συναισθηματικά! Και έτσι, δεν παίρνουν ποτέ από την προσευχή τους χάρη και παρηγοριά. Όλη ή ουσία της συμμετοχής μας στην λατρεία έγκειται, στο ότι πρέπει οπωσδήποτε να σπρώξομε τον εαυτό μας, να αισθάνεται την κάθε λέξη των ευχών και των ασμάτων μας- με άλλα λόγια, να προσεύχεται νοερά…
6. Πρέπει να μάθομε, να προσευχώμεθα! «Όχι να διαβάζομαι. Να προσευχώμεθα!
Πρέπει να προσευχώμεθα με απλότητα και φυσικότητα. Σαν να κουβεντιάζουμε. Να μην αφήνομε ποτέ την ανάγνωση μας να καταντάει μηχανική. Αυτό επιτυγχάνεται μόνο με δουλειά. Πολλή δουλειά. Συνεχή και αδιάκοπη δουλειά. Επίμονη δουλειά. Δουλειά επάνω στον εαυτό μας.
Και να παρακαλούμε: «Δίδαξε με, Κύριε, να προσεύχομαι. Δεν ξέρω να προσεύχομαι». Αυτός ό στεναγμός, αυτός ό λυγμός, πρέπει να βγαίνει χρόνια από το στόμα μας. Και ό Κύριος θα μας επισκεφθεί. θα έλθει ξαφνικά. Θα διανοίγει ό νους μας. Και θα μας αποκάλυψη το μυστικό: πώς πρέπει να προσευχώμεθα, και Τι είναι ή προσευχή.
Μερικές φορές αυτό το μυστικό μας αποκαλύπτεται μέσα στην λειτουργία, όταν κοινωνούμε των αγίων μυστηρίων. Και άλλοτε στο σπίτι μας. Μας αποκαλύπτεται μετά από συνεχή και επίμονο στεναγμό: «Μάθε με, Κύριε, να προσεύχομαι! Δίδαξε με να προσεύχομαι! Μόνο να διαβάζω ξέρω. Να προσεύχομαι, δεν ξέρω»! Και ό Κύριος θα μας διδάξει, και Τι είναι ή προσευχή και πώς πρέπει να προσευχώμεθα. Μα τότε θα χρειασθεί, συ να φύλαξης πια τον εαυτό σου από κάθε θανάσιμη αμαρτία και κάθε απροσεξία… και να παρακαλείς, να μη σου ξαναπάρει ό Θεός το χάρισμα το μεγάλο αυτό απόκτημα αυτόν τον αγιασμό της καρδιάς και του νου.
7. Γνώριζα ένα ιερέα, πού δεν μπόρεσε ποτέ να μάθη να προσεύχεται.
