Παρά το ότι η Αποκάλυψη θεωρείται από πολλούς το κατ’ εξοχήν βιβλίο της Αγίας Γραφής που αναφέρεται στον αντίχριστο και στην έλευσή του, κάθε χρήση της λέξης αυτής απουσιάζει από τις σελίδες της.

Από τις βιβλικές παραπομπές γίνεται σαφές ότι ο αντίχριστος είναι πρόσωπο και όχι κατάσταση.
Στο πρώτο χωρίο (Αʹ Ιω. 2:18) όπου η λέξη αντίχριστος αναφέρεται δύο φορές έχουμε τη διάκριση ανάμεσα στον ένα αντίχριστο που έρχεται και στους πολλούς αντιχρίστους, οι οποίοι κατά τον άγιο Ιωάννη το Θεολόγο ήταν ήδη παρόντες όταν προς το τέλος του 1ου αιώνα μετά την έλευση του Χριστού έγραφε αυτή την επιστολή.
Ο άγιος Ιωάννης στην αρχή του στίχου κάνει αναφορά στις έσχατες στιγμές του κόσμου, σημειώνοντας ότι ήδη έφθασε η «εσχάτη ώρα». Το κριτήριο του συγγραφέα για να προχωρήσει σε αυτή τη διαπίστωση είναι το ότι αν και υπήρχαν κατά την εποχή του πολλοί, οι οποίοι έφεραν τα χαρακτηριστικά του αντιχρίστου και αρνούνταν το πρόσωπο του Χριστού, ο ίδιος ο αντίχριστος δεν είχε εμφανιστεί ακόμη επί της γης. Πιο συγκεκριμένα, ο αντίχριστος είναι ο άνθρωπος που θα προηγηθεί της δευτέρας παρουσίας του Κυρίου και θα προσπαθήσει να παρασύρει και τους εκλεκτούς, ενώ οι πολλοί αντίχριστοι είναι οι κατά καιρούς αιρετικοί, οι οποίοι με τη διδασκαλία τους διαστρέφουν το λόγο της αλήθειας και οδηγούν τους πιστούς σε πλάνη.

Σημειώνει, λοιπόν, ο άγιος Ιωάννης στο χωρίο Αʹ Ιω. 2:22 ότι όποιος αρνείται τον Πατέρα και τον Υιό αυτός είναι ο αντίχριστος. Μάλιστα, στον επόμενο στίχο, τον 23ο, σημειώνει ότι όποιος αρνείται τον Υιό (όπως έκανε ο Κήρινθος) αυτός αρνείται και τον Πατέρα. Αμέσως μετά ο άγιος Ιωάννης διδάσκει τους παραλήπτες και αναγνώστες της επιστολής τονίζοντας ότι πρέπει να επιμένουν σε αυτά που παρέλαβαν και να αποφεύγουν να αλλάζουν τα όσα διδάχθηκαν.

Η τρίτη και τελευταία αναφορά στην πρώτη επιστολή του στο θέμα που πραγματευόμαστε γίνεται στον 3ο στίχο του 4ου κεφαλαίου. Το κεφάλαιο αυτό ξεκινά με το πρόβλημα των ψευδοπροφητών, το οποίο βασάνιζε και τους πρώτους χριστιανούς.
Ο άγιος Ιωάννης συμβουλεύει τους χριστιανούς να μην πιστεύουν όλους τους κήρυκες αλλά να εξετάζουν τα λεγόμενά τους. Στο σημείο αυτό θέτει και το θέμα που απασχολούσε την Εκκλησία της εποχής του: όποιο πνεύμα δεν παραδέχεται ότι ο Χριστός έλαβε πραγματική ανθρώπινη σάρκα, δεν είναι από Θεού και πρέπει να το αποφεύγουμε. Ολοκληρώνοντας τη σκέψη του τονίζει ότι το πνεύμα που δεν ομολογεί το Χριστό ως τέλειο άνθρωπο, αλλά θεωρεί ότι το πάθος ήταν μη πραγματικό είναι «τὸ τοῦ ἀντιχρίστου». Κλείνει δε την αναφορά του σημειώνοντας ότι το πνεύμα που θα προσπαθήσει να ανατρέψει τη διδασκαλία του Χριστού και να αναιρέσει το σωτήριο λόγο Του, στην πραγματικότητα είναι το πνεύμα του αντιχρίστου γι’ αυτό οι χριστιανοί θα πρέπει να είναι πολύ προσεκτικοί απέναντί του.
Ο συγγραφέας της επιστολής διακρίνει ανάμεσα στα μέλη της Εκκλησίας, που είναι «ἐκ τοῦ Θεοῦ», και στα τέκνα του αντιχρίστου, τα οποία αποδεχόμενα το θέλημά του, τον υπηρετούν και τον δοξάζουν ως μη όφειλε.
Το 4ο κεφάλαιο ολοκληρώνεται με μία εκτενή αναφορά στην αγάπη, η οποία έρχεται να κλείσει το θέμα των αιρετικών διδασκαλιών που δημιουργούσαν σοβαρά προβλήματα στην Εκκλησία του 1ου αιώνα μ.Χ..
Συμπερασματικά, θα μπορούσαμε να πούμε τα εξής:
1. Ο αντίχριστος είναι συγκεκριμένος άνθρωπος που θα εμφανιστεί πριν από τα έσχατα.
2. Κατά την εποχή του αγίου Ιωάννη υπήρχαν πολλοί αντίχριστοι, οι οποίοι αρνούνταν την πραγματική σάρκωση και την πραγματική θυσία του Χριστού επάνω στο σταυρό,
3. Η άρνηση της αλήθειας είναι πολύ σοβαρό πρόβλημα για τη ζωή κάποιου πιστού καθώς διαταράσσει τη σχέση του με το Θεό,
4. Απαιτείται προσοχή, σοβαρότητα και αγάπη για να αποφύγουμε τις παγίδες του πονηρού.