![]() |
Κελί Κλεόπε |
Όταν δύει ο ήλιος, αφού επικαλεστείς τον υπεράγαθο και παντοδύναμο Κύριο Ιησού Χριστό να σε βοηθήσει, κάθισε σ’ ένα σκαμνί σε ήσυχο και σκοτεινό κελί. Και αφού συγκεντρώσεις το νου σου από την εξωτερική συνηθισμένη περιφορά και περιπλάνηση και τον ωθήσεις ήρεμα μέσα στην καρδιά με την εισπνοή, κράτησε την ευχή, δηλαδή το «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με».
Και αφού θυμηθείς με συντομία το σύνολο των αμαρτημάτων σου και ζητήσεις με θέρμη την άφεση και εξετάσεις με ακρίβεια πώς πέρασες την ημέρα, τότε ξάπλωσε κρατώντας και την ευχή, σύμφωνα μ’ εκείνον που λέει: «Του Ιησού η μνήμη ας κοιμηθεί μαζί σου». Και κοιμήσου πέντε ή έξι ώρες· ή μάλλον, σύμφωνα με τη διάρκεια της νύχτας κοιμήσου κι εσύ το ανάλογο.
– Πώς πρέπει να περνάς από τον όρθρο μέχρι το πρωί.
Όταν ξυπνήσεις και δοξολογήσεις το Θεό και τον επικαλεστείς πάλι να σε βοηθήσει, άρχισε πρώτα το πρώτο έργο, δηλαδή να προσεύχεσαι στην καρδιά καθαρά και αρρέμβαστα, μέχρι μία ώρα. Γιατί την ώρα εκείνη ως επί το πλείστον ο νους είναι γαλήνιος και ατάραχος, αλλά και έχομε διαταχθεί να θυσιάζομε στο Θεό τα πρώτα και διαλεχτά(Εξ. 22, 29), δηλαδή όσο μπορούμε να ανυψώνομε αταλάντευτα την πρώτη σκέψη προς τον Κύριό μας Ιησού Χριστό, με καθαρή καρδιακή προσευχή.
– Πώς πρέπει να περνάς από το πρωί μέχρι την ώρα τον φαγητού.
Από το πρωί μέχρι την ώρα του φαγητού, αφού αναθέσεις ολότελα τον εαυτό σου όλο σε όλο το Θεό και αφού τον παρακαλέσεις με συντετριμμένη καρδιά να σε βοηθήσει που είσαι ασθενής και ράθυμος και άβουλος, να περάσεις κατά το δυνατόν με καθαρή και αρρέμβαστη καρδιακή προσευχή. Κατά την ανάγνωση, να διαβάζεις όρθιος το καθορισμένο τμήμα από το Ψαλτήρι, τον Απόστολο και το άγιο Ευαγγέλιο· το ίδιο να κάνεις και στις ευχές προς τον Κύριό μας Ιησού Χριστό και την Υπέραγνη Θεοτόκο. Στις υπόλοιπες αναγνώσεις των αγίων Γραφών, ας είσαι καθιστός. Έπειτα από αυτά ψάλε με συναίσθηση τις συνηθισμένες Ώρες, οι οποίες καθορίστηκαν με πολλή σοφία από τους Πατέρες της Εκκλησίας. Και διώχνε με όλη τη δύναμη της ψυχής σου την αργία, που είναι δάσκαλος κάθε κακίας, όπως επίσης και τα πάθη και τις αφορμές τους, κι ας φαίνονται μικρές και αβλαβείς.
– Προφύλαξη από την αργία. Είναι αναγκαίο να τηρεί και ο ησυχαστής την εκκλησιαστική τάξη.
Λέει ο άγιος Ισαάκ: «Να φυλάγεστε, αγαπητοί, από την αργία, γιατί σ’ αυτήν είναι κρυμμένος σίγουρος θάνατος. Χωρίς την αργία δεν πέφτει ο μοναχός στα χέρια των δαιμόνων που προσπαθούν να τον αιχμαλωτίσουν. Δε θα μας καταδικάσει εκείνη την ημέρα ο Θεός για την παράλειψη των ψαλμών ή της προσευχής, αλλά επειδή όταν τ’ αμελήσομε ανοίγει ο δρόμος στους δαίμονες· κι αυτοί, όταν βρουν χώρο και μπουν μέσα και κλείσουν τις θύρες των νοερών οφθαλμών μας, τότε θα μας γεμίσουν τυραννικά και ακάθαρτα με όλα εκείνα τα κακά, που κάνουν όσους τα πράττουν υπεύθυνους στη θεία απόφαση για φοβερή τιμωρία.
Και υποδουλωνόμαστε στους εχθρούς, επειδή εγκαταλείψαμε τα μικρά έργα, τα οποία είναι άξια κάθε φροντίδας για το Χριστό, όπως λένε και οι σοφότατοι Άγιοι, ότι όποιος δεν υποτάσσει το θέλημά του στο Θεό, θα υποταχθεί στον αντίδικο διάβολο. Ώστε αυτά που σου φαίνονται μικρά, θα λογαριαστούν σαν τείχη που προφυλάγουν από εκείνους που μας αιχμαλωτίζουν.
Η τέλεση τούτων ορίστηκε σοφά με αποκάλυψη του Πνεύματος από τους υπεύθυνους για την τάξη της Εκκλησίας να γίνεται μέσα στο κελί, για τη φύλαξη της ζωής μας· ενώ η αθέτησή τους θεωρείται από τους άσοφους χωρίς σημασία και δεν υπολογίζουν τη ζημία που παθαίνουν. Γι’ αυτούς, και η αρχή της μοναχικής ζωής και το μέσον είναι ασύδοτη ελευθερία, που είναι μητέρα των παθών. Είναι καλύτερο ν’ αγωνιστεί κανείς να μην εγκαταλείψει τα μικρά, παρά να δώσει τόπο στην αμαρτία από το κενό που άφησαν. Γιατί το τέλος αυτής της άκαιρης ελευθερίας είναι σκληρή δουλεία».
Και αλλού γράφει: «Πόσο γλυκές φαίνονται οι αφορμές των παθών! Τα πάθη μπορεί κανείς κάποτε να τα κόψει, και με την απομάκρυνσή τους μένει γαλήνιος και χαίρεται που τα έπαψε· από τις αιτίες όμως των παθών δεν μπορεί εύκολα να ελευθερωθεί. Γι’ αυτό πειραζόμαστε χωρίς να θέλομε. Με τα πάθη λυπούμαστε, θέλομε όμως να μένουν μέσα μας οι αφορμές τους· τις αμαρτίες δεν τις επιθυμούμε, αλλά δεχόμαστε με ηδονή τις αφορμές που τις προξενούν.
Γι’ αυτό οι δεύτερες γίνονται αιτία των πρώτων. Όποιος αγαπά τις αφορμές των παθών, αυτός και χωρίς να θέλει είναι υποχείριος και δούλος των παθών. Όποιος μισεί τις αμαρτίες του, τις σταματά· όποιος τις εξομολογείται, θα επιτύχει την άφεση. Είναι αδύνατο να ελευθερωθεί κανείς από την έξη της αμαρτίας, πριν δημιουργηθεί μέσα του έχθρα εναντίον της· και είναι αδύνατο να επιτύχει τη συγχώρηση, πριν εξομολογηθεί τα αμαρτήματά του.
Γιατί η έχθρα αυτή είναι αιτία αληθινής ταπεινώσεως, και η εξομολόγηση είναι αιτία κατανύξεως, η οποία πηγάζει στην καρδιά από την αισχύνη». Και αλλού λέει: «Δεν υπάρχει αμαρτία που δε συγχωρείται, παρά αυτή για την οποία δε μετανοείς». Γι’ αυτά όμως είπαμε αρκετά. Εσύ τώρα, αφού ψάλεις τις Ώρες που είπαμε, φάγε, κρατώντας κατά το φαγητό και την ευχή ώστε έτσι ν’ αποκτήσεις την έξη, με τη δύναμη της χάρης, να προσεύχεσαι αδιάλειπτα σύμφωνα με την εντολή(Α΄ Θεσ. 5, 17).
Αλλά ο λόγος για την τροφή που συντηρεί το σώμα με την ανέκφραστη σοφία του Δημιουργού, ας περιμένει. Ας προταχθεί ο λόγος για την τροφή που συγκρατεί και ζωοποιεί την ψυχή, η οποία είναι, κατά τους Αγίους, η ιερή και θεοποιός προσευχή. Και πολύ σωστά, αφού η ψυχή είναι ανώτερη από το σώμα.
– Συνέχεια στα περί προσευχής. Πρέπει να προσευχόμαστε πάντοτε.
Όπως το σώμα μας, όταν δεν έχει ψυχή, είναι νεκρό και βρωμερό, έτσι και η ψυχή αν δεν κινεί τον εαυτό της στην προσευχή, είναι νεκρή και άθλια και βρωμερή. Και ότι πρέπει να νομίζομε πιο οδυνηρό από κάθε θάνατο τη στέρηση της προσευχής, μας διδάσκει ο μέγας Δανιήλ ο προφήτης, που προτίμησε να καταδικαστεί σε θάνατο παρά να στερηθεί και για μια στιγμή την προσευχή(Δαν. 6, 10 κ.ε.).
Μας διδάσκει ακόμη ορθά και ο θείος Χρυσόστομος: «Κάθε ένας που προσεύχεται, συνομιλεί με το Θεό. Πόσο μεγάλο είναι να συνομιλεί ο άνθρωπος με το Θεό, κανείς δεν το αγνοεί, αλλά και κανείς δε θα μπορέσει να παραστήσει με λόγο αυτή την τιμή. Γιατί αυτή η τιμή είναι ανώτερη και από τη μεγαλοπρέπεια των Αγγέλων».
Ακόμη: «Η προσευχή είναι κοινό έργο Αγγέλων και ανθρώπων, και δε χωρίζει τίποτε τους Αγγέλους από τους ανθρώπους, σχετικά με την προσευχή. Αυτή σε χωρίζει από τα άλογα ζώα, αυτή σε ενώνει με τους Αγγέλους. Και γρήγορα κανείς θα μετατεθεί στο βίο, την πολιτεία, τον τρόπο ζωής, την τιμή, την ευγένεια, τη σοφία και τη σύνεση των Αγγέλων, αν φροντίζει όλη του τη ζωή να σχολάζει στις προσευχές και στη λατρεία του Θεού».
Και ακόμη: «Όταν ο διάβολος δει την ψυχή θωρακισμένη με αρετές, δεν τολμά να την πλησιάσει, γιατί φοβάται την ισχύ και τη δύναμη που τις δίνουν οι προσευχές, οι οποίες τρέφουν την ψυχή περισσότερο απ’ ό,τι οι τροφές το σώμα».
Και ακόμη: «Οι προσευχές είναι νεύρα της ψυχής· γιατί όπως το σώμα συγκρατείται και συναρμόζεται και στέκεται και ζει και στηρίζεται με τα νεύρα, κι αν κανείς τα κόψει, διαλύει όλη την αρμονία του σώματος, έτσι και οι ψυχές συναρμόζονται και στέκονται και τρέχουν εύκολα το δρόμο της ευσέβειας με τις άγιες προσευχές.
Αν στερήσεις τον εαυτό σου από την προσευχή, είναι το ίδιο σαν να βγάλεις το ψάρι από το νερό. Όπως δηλαδή για το ψάρι το νερό είναι η ζωή του, έτσι και για σένα η προσευχή. Με αυτήν μπορείς να διασχίσεις τον αέρα, όπως το ψάρι το νερό, να ανεβείς στους ουρανούς και να πλησιάσεις το Θεό».
Ακόμη: «Η προσευχή και η δέηση κάνουν τους ανθρώπους ναούς Θεού. Όπως ο χρυσός, οι πολύτιμοι λίθοι και τα μάρμαρα κάνουν τα παλάτια των βασιλέων, έτσι και η προσευχή κάνει τους ανθρώπους ναούς του Χριστού. Τί λοιπόν μεγαλύτερο εγκώμιο μπορεί να γίνει για την προσευχή, από το ότι κάνει τους ανθρώπους ναούς του Θεού; Εκείνος που δεν τον χωρούν οι ουρανοί, Αυτός εισέρχεται στην ψυχή που ζει με προσευχές».
Ακόμη: «Και από αυτό μπορεί κανείς να δει την δύναμη των αγίων προσευχών, ότι ο Παύλος που έτρεχε σ’ όλη την οικουμένη σαν να είχε φτερά, και είχε σπίτι του τη φυλακή υπομένοντας μαστιγώσεις, σέρνοντας την αλυσίδα και ζώντας μέσα σε αίματα και κινδύνους, αυτός που έδιωχνε δαίμονες και ανάσταινε νεκρούς και θεράπευε ασθένειες, δε στηρίχθηκε σε κανένα από αυτά για τη σωτηρία των ανθρώπων, αλλά περιχαράκωνε την ψυχή του με τις προσευχές. Έτσι, μετά τα θαύματα που έκανε και την ανάσταση των νεκρών, έτρεχε στις προσευχές, όπως ένας αθλητής στην παλαίστρα για το στεφάνι.
Γιατί η προσευχή είναι ο χορηγός και της αναστάσεως των νεκρών και όλων των άλλων. Όποια δύναμη έχουν τα νερά στα δένδρα, αυτήν έχουν οι προσευχές στη ζωή των Αγίων». Ακόμη: «Η προσευχή είναι αφορμή της σωτηρίας, πρόξενος της αθανασίας, ακλόνητο τείχος της Εκκλησίας, απόρθητο καταφύγιο, φοβερό στους δαίμονες, σωτήριο σε μας τους ευσεβείς». Ακόμη: «Όπως, όταν σε κάποια πόλη μπαίνει μία βασίλισσα, ακολουθεί κατ’ ανάγκην μαζί της όλος ο πλούτος, έτσι και η προσευχή· όταν μπαίνει στην ψυχή, μπαίνει μαζί της και κάθε αρετή». Ακόμη: «Ό,τι είναι το θεμέλιο για το σπίτι, αυτό είναι για την ψυχή η προσευχή.
Και πρέπει αυτήν πρώτη να στήσομε σαν βάση και ρίζα στην ψυχή, κι εκεί επάνω να κτίζομε πρόθυμα τη σωφροσύνη και την πρόνοια των φτωχών και όλους τους νόμους του Χριστού». Ακόμη: «Η πρόθυμη προσευχή είναι φως της διάνοιας και της ψυχής, φως άσβηστο και αδιάκοπο. Γι’ αυτό ο πονηρός βάζει μέσα στο νου μας ολόκληρο συρφετό λογισμούς· κι εκείνα που ποτέ δε σκεφτήκαμε, τα μαζεύει στην ώρα της προσευχής και τα χύνει πάνω στην ψυχή μας». Και ακόμη: «Η προσευχή είναι μεγάλο όπλο, μεγάλη ασφάλεια».
Ο δε Θεολόγος Γρηγόριος λέει: «Καλύτερα να θυμάσαι το Θεό παρά να αναπνέεις». Και πάλι: «Να σκέφτεσαι το Θεό πιό συνεχώς κι από το να αναπνέεις». Και ο άγιος Ισαάκ: «Χωρίς αδιάλειπτη προσευχή δεν μπορείς να πλησιάσεις το Θεό. Αν μετά τον κόπο της προσευχής αφήσεις το νου σου να φροντίζει γι’ άλλα πράγματα, προκαλείς διασκορπισμό της διάνοιας. Κάθε προσευχή όπου δεν κοπιάζει το σώμα και δε συνθλίβεται η καρδιά, είναι νεκρή αποβολή· γιατί η προσευχή αυτή είναι χωρίς ψυχή».
Και ο Ιωάννης της Κλίμακος γράφει: «Η προσευχή στην ουσία της είναι συνομιλία και ένωση ανθρώπου και Θεού· στην ενέργειά της είναι διατήρηση του κόσμου, συμφιλίωση με το Θεό, μητέρα των δακρύων αλλά και θυγατέρα, συγχώρηση των αμαρτιών, γέφυρα πάνω από τους πειρασμούς, τείχος ανάμεσα σε μας και τις θλίψεις, συντριβή των πολέμων, έργο των Αγγέλων, τροφή όλων των ασωμάτων, μέλλουσα ευφροσύνη, απεριόριστη εργασία, πηγή των αρετών, πρόξενος των χαρισμάτων, προκοπή αόρατη, τροφή της ψυχής, φωτισμός του νου, τσεκούρι που κόβει την απόγνωση, απόδειξη της ελπίδας στο Θεό, λύτρωση από τη λύπη, πλούτος των μοναχών, θησαυρός των ησυχαστών, περιορισμός του θυμού, καθρέφτης της προκοπής, φανέρωση της εκτάσεως της αρετής, φανέρωση της πνευματικής καταστάσεως, αποκάλυψη των μελλόντων, σημείο δόξας. Η προσευχή γι’ αυτόν που προσεύχεται πραγματικά, είναι δικαστήριο και κριτήριο και βήμα του Κυρίου, πριν από το μελλοντικό βήμα».
Και αλλού: «Η προσευχή δεν είναι τίποτε άλλο, παρά αποξένωση από τον ορατό και αόρατο κόσμο». Και ο άγιος Νείλος λέει: «Αν έχεις πόθο να προσευχηθείς, απαρνήσου τα πάντα, για να κληρονομήσεις το παν. Προσευχή είναι η ανύψωση του νου προς το Θεό. Η προσευχή είναι συναναστροφή του νου με το Θεό. Όπως το ψωμί είναι τροφή του σώματος και η αρετή της ψυχής, έτσι και του νου τροφή είναι η πνευματική προσευχή». Και αυτά έτσι είναι. Καιρός τώρα να μιλήσομε και για τη σωματική δίαιτα, για το βάρος, την ποσότητα και την ποιότητά της, με όση συντομία μπορούμε.
– Η σωματική δίαιτα, πώς δηλαδή πρέπει να τρέφεται ο ησυχαστής.
Λέει η Γραφή: «Άνθρωπε, το ψωμί σου θα το τρως με το ζύγι και το νερό σου θα το πίνεις με μέτρο»(Ιεζ. 4, 10 -11), επειδή αυτά είναι αρκετά για να ζει ο κατά Θεόν αγωνιζόμενος. Αν δε δώσεις αίμα, λέει κάποιος, δεν πρόκειται να λάβεις πνεύμα. Λέει και ο μέγας Παύλος: «Ταλαιπωρώ σκληρά το σώμα μου και το μεταχειρίζομαι σαν δούλο, μήπως, ενώ έχω κηρύξει σε άλλους, κριθώ ο ίδιος ακατάλληλος»(Α΄ Κορ. 9, 27).
– Πώς πρέπει να τρέφεται ο αγωνιζόμενος τη Δευτέρα, την Τετάρτη και την Παρασκευή.
Τρεις ημέρες την εβδομάδα, τη Δευτέρα, Τετάρτη και Παρασκευή, τρώγε πάντοτε το απόγευμα, δηλαδή μιά φορά την ημέρα. Να τρως έξι ουγγιές ψωμί, ξηρά τροφή με εγκράτεια, και νερό έως τρία ή τέσσερα ποτήρια αν θέλεις, ακολουθώντας τον 69ο κανόνα των Αγίων Αποστόλων που παραγγέλλει: «Αν ένας επίσκοπος ή πρεσβύτερος ή διάκονος ή αναγνώστης ή ψάλτης δε νηστεύει την αγία Τεσσαρακοστή του Πάσχα ή την Τετάρτη ή την Παρασκευή, να καθαιρείται, εκτός αν εμποδίζεται από σωματική ασθένεια. Αν είναι λαϊκός, να αφορίζεται». Η νηστεία της Δευτέρας βέβαια καθορίστηκε αργότερα από τους θείους Πατέρες.
– Πώς πρέπει να τρέφεσαι την Τρίτη και την Πέμπτη.
Την Τρίτη και την Πέμπτη τρώγε δύο φορές την ημέρα. Και στο γεύμα να τρως έξι ουγγιές ψωμί και φαγητό μαγειρευτό με εγκράτεια και λίγη ξηρά τροφή. Να πίνεις και κρασί νερωμένο, αν χρειάζεσαι, μέχρι τρία ή τέσσερα ποτήρια. Το βράδυ, τρεις ουγγιές ψωμί και λίγη ξηρά τροφή ή τίποτε φρούτα, και κρασί ανακατωμένο με νερό ένα ποτήρι ή το πολύ δύο, αν διψάς πολύ· γιατί πολύ βοηθεί η δίψα στα δάκρυα μαζί με την αγρυπνία, όπως λέει ο Ιωάννης της Κλίμακος: «Η δίψα και η αγρυπνία πίεσαν την καρδιά· και με την πίεση αυτή η καρδιά ανάβλυσε δάκρυα».
Λέει και ο άγιος Ισαάκ: «Ψωμί φτωχικό από τραπέζι αγνού ανθρώπου, εξαγνίζει από κάθε πάθος την ψυχή όποιου το τρώει. Από το τραπέζι εκείνων που νηστεύουν και αγρυπνούν και κοπιάζουν εν Κυρίω, πάρε για τον εαυτό σου φάρμακο ζωής και σήκωσε την ψυχή σου από τη νέκρωσή της· γιατί ο Αγαπημένος κάθεται ανάμεσά τους και αγιάζει τις τροφές, και την πικρία της κακοπάθειάς τους τη μεταβάλλει στην ανείπωτη γλυκύτητά Του, ενώ οι πνευματικοί και επουράνιοι υπηρέτες Του επισκιάζουν αυτούς και τις άγιες τροφές τους. Η ευωδία του νηστευτή είναι γλυκύτατη και η συνάντησή του ευφραίνει τις καρδιές εκείνων που έχουν διάκριση. Είναι αγαπητός στο Θεό ο τρόπος ζωής του εγκρατούς».
– Πώς πρέπει να τρέφεσαι το Σάββατο. Για τις αγρυπνίες, και πώς πρέπει να τρως κατ’ αυτές.
Κάθε Σάββατο, πλην του Μεγάλου, πρέπει να τρως δύο φορές, όπως ορίσαμε για την Τρίτη και την Πέμπτη. Τούτο για τη διάταξη των ιερών Κανόνων και επειδή πρέπει να κάνεις αγρυπνία όλες τις Κυριακές του χρόνου, εκτός από της Τυροφάγου ή αν υπάρχει κοντά αγρυπνία των μεγάλων δεσποτικών εορτών ή κανενός πολύ μεγάλου Αγίου, οπότε να κάνεις εκείνη και να αφήσεις την αγρυπνία της Κυριακής.
Και πάλι: «Στην ψυχή που στιλβώθηκε με τη μνήμη του Θεού και την ακοίμητη αγρυπνία νύχτα και ημέρα, εκεί ο Κύριος για ασφάλειά της βάζει νεφέλη να τη σκεπάζει την ημέρα και πύρινο στύλο να τη φωτίζει τη νύχτα(Εξ. 13, 21-22) και φως θα λάμψει μέσα στο πυκνό σκοτάδι της».
Ακόμη: «Διάλεξε για τον εαυτό σου εργασία τρυφής, τη συνεχή δηλαδή αγρυπνία τις νύχτες, με την οποία οι Πατέρες ξεντύθηκαν τον παλαιό άνθρωπο και αξιώθηκαν να ανακαινιστεί ο νους τους. Αυτές τις ώρες αισθάνεται η ψυχή την αθάνατη εκείνη ζωή· και με την αίσθηση αυτή αποβάλλει το σκότος των παθών και δέχεται το Άγιο Πνεύμα».
Και πάλι: «Τίμησε την εργασία της αγρυπνίας για να βρει η ψυχή σου παρηγοριά. Μη νομίσεις, άνθρωπε, ότι σε όλη την πνευματική εργασία των μοναχών υπάρχει κάτι μεγαλύτερο από τη νυκτερινή αγρυπνία. Μοναχό που μένει στην αγρυπνία με διάκριση του νου του, μην τον νομίσεις ότι είναι από σάρκα· αυτό το έργο αληθινά χαρακτηρίζει τους Αγγέλους. Ψυχή που κοπιάζει στην αγγελική εργασία της αγρυπνίας, θ’ αποκτήσει μάτια χερουβικά που θα ατενίζουν διαρκώς και θα βλέπουν την επουράνια θεωρία».
Να περνάς τις αγρυπνίες σου με προσευχή, ψαλμωδία και ανάγνωση, καθαρά, αρρέμβαστα και με κατάνυξη, μόνος ή με αγαπητή και ομότροπη συνοδία. Ύστερα από κάθε αγρυπνία, να ενισχύεις λίγο το σώμα σου από τον κόπο με φαγητό και ποτό όπως στο δείπνο. Ήτοι, φάγε τρεις ουγγιές ψωμί και κάποιο ξερό προσφάγι, όσο χρειάζεσαι, πιες και κρασί με νερό τρία ποτήρια. Πρόσεξε μήπως σε ημέρα νηστείας που έχει αγρυπνία καταλύσεις λόγω της αγρυπνίας πριν από την ενάτη. Και το ένα δηλαδή πρέπει να κάνεις, αλλά και το άλλο να μην το αφήσεις(Ματθ. 23, 23). Γιατί την ενίσχυση του σώματος λογικά ορίστηκε να την κάνεις μετά την αγρυπνία.
– Πώς πρέπει να τρως τις Κυριακές. Διάφορα άλλα ζητήματα. Επίσης περί κόπου και ταπεινώσεως.
Τις Κυριακές όλες να τρως δύο φορές, όπως τα Σάββατα. Αυτός ο κανόνας να τηρείται ακριβώς, εκτός αν είσαι ασθενής. Βέβαια είναι και ημέρες που οι Πατέρες έχουν αφήσει ελεύθερες από νηστεία, από μακρά συνήθεια ή από νεώτερες αιτίες, είτε ιερές είτε όχι*. Αυτές λοιπόν τις ημέρες ούτε μόνο μιά φορά τρώμε, ούτε μόνο ξηροφαγία, αλλά τρώμε απ’ όλα τα χρήσιμα και επιτρεπόμενα, και χορταρικά, με εγκράτεια βέβαια και με την ορισμένη ποσότητα. Γιατί το άριστο είναι η εγκράτεια σε όλα.
Γιατί η έλλειψη των πραγμάτων, όπως λέει ο άγιος Ισαάκ, διδάσκει τον άνθρωπο την εγκράτεια και χωρίς να θέλει· με την αφθονία και την ελευθερία σ’ αυτά δεν μπορούμε να κρατήσομε τον εαυτό μας. Μην αγαπήσεις τη σωματική ανάπαυση· γιατί, κατά τον άγιο Ισαάκ, η ψυχή που αγαπά το Θεό, βρίσκει την ανάπαυσή της μόνο στο Θεό. Καλύτερα, μαζί με τον κόπο και την κακοπάθεια, διάλεγε την ταπείνωση. Γιατί ο κόπος και η ταπείνωση, γράφει κάποιος Άγιος, κερδίζουν τον Ιησού.
——– *Αναφέρεται στις ημέρες ή και εβδομάδες μεγάλων εορτών (Χριστουγέννων, Πάσχα, Πεντηκοστής κλπ.) που λόγω της αντίστοιχης εορτής έχουν κατάλυση. Αλλά και στην εβδομάδα μετά την Κυριακή του Τελώνου και Φαρισαίου, στην οποία έχει οριστεί κατάλυση για λόγους αντιαιρετικούς.
– Πώς πρέπει να τρως και να πράττεις τις άγιες Τεσσαρακοστές και μάλιστα τη Μεγάλη.
Όσον αφορά στη διατροφή, ίσως και τη ζωή σου όλη κατά τις άγιες Τεσσαρακοστές, νομίζομε περιττό να εξηγήσομε λεπτομερώς και ιδιαιτέρως.
– Η διάκριση. Η εργασία με μέτρο είναι ανεκτίμητη. Η υποταγή.
Πλην όμως και αυτά τα παραπάνω και τα όμοια με αυτά, πρέπει να τα εφαρμόζεις με ακριβή διάκριση, για χάρη της αρμονικής και ειρηνικής συνυπάρξεως του σώματος και της ψυχής.
Και ο όσιος Ισαάκ: «Στη χαλάρωση των μελών επακολουθεί η διάχυση και η σύγχυση των λογισμών. Την υπερβολική εργασία ακολουθεί η ακηδία, και αυτήν η διάχυση των λογισμών. Διαφέρει η πρώτη διάχυση από τη δεύτερη. Γιατί στην πρώτη ακολουθεί ο πόλεμος της πορνείας, ενώ στη δεύτερη, η εγκατάλειψη του ησυχαστηρίου και η μετακίνηση από τόπο σε τόπο. Η μετρημένη όμως και κοπιαστική εργασία είναι ανεκτίμητη. Η ελάττωσή της πληθαίνει την ηδονή, ενώ η υπερβολή, τη διάχυση».
Και ο μέγας Μάξιμος γράφει: «Μην έχεις όλη σου την επιμέλεια στη σάρκα, αλλά όρισέ της την άσκηση που αντέχει, και στρέψε όλο το νου σου στο εσωτερικό σου. Γιατί η σωματική γύμναση λίγο ωφελεί, ενώ η ευσέβεια είναι ωφέλιμη σε όλα(Α΄ Τιμ. 4, 8)».
Αν όμως η σάρκα τραβά τη ζυγαριά προς το μέρος της και τυραννεί και βαραίνει και σέρνει την ψυχή σε άτακτες και ψυχοφθόρες τάσεις και κινήσεις, όπως έχει γραφεί: «Η σάρκα επιθυμεί αντίθετα με το πνεύμα και το πνεύμα αντίθετα με τη σάρκα»(Γαλ. 5, 17), τότε εσύ βάλε της το χαλινάρι της εγκράτειας και νέκρωσέ την, μέχρις ότου γίνει ευπειθής και χωρίς να θέλει και υποταχθεί στο ανώτερο, στην ψυχή.
Έχε στο νου σου τα λόγια του μεγάλου Παύλου: «Όσο ο εξωτερικός άνθρωπος φθείρεται, τόσο ο εσωτερικός ανανεώνεται μέρα τη μέρα»(Β΄ Κορ. 4, 16), και του αγίου Ισαάκ: «Άφησε καλύτερα να πεθάνεις στους αγώνες, παρά να ζεις με αμέλεια. Δεν είναι μάρτυρες μόνον εκείνοι που δέχτηκαν το θάνατο για την πίστη στο Χριστό, αλλά κι εκείνοι που πεθαίνουν για την τήρηση των εντολών Του. Και για μας είναι καλύτερο να πεθάνομε αγωνιζόμενοι, παρά να ζήσομε στην αμαρτία».
Και προπάντων να τα πράττεις όλα με τη γνώμη και την ερώτηση του κατά Θεόν πνευματικού σου πατέρα. Γιατί έτσι, με τη χάρη του Χριστού, και τα βαριά και ανηφορικά θα γίνουν ελαφρά και θα σου φανεί πως τρέχεις σε κατηφοριά. Αλλά ας ξαναγυρίσομε εκεί απ’ όπου ξεκινήσαμε.
– Πώς πρέπει ο αγωνιζόμενος να περνά το διάστημα μετά το γεύμα ως τη δύση τον ηλίου. Πρέπει να πιστεύομε πως ανάλογα με τον κόπο και το μέτρο της εργασίας μας, μας δίνονται τα θεία χαρίσματα.
Αφού γευματίσεις όπως πρέπει σε αγωνιστή, και σύμφωνα με τον θείο Παύλο που παραγέλλει να τηρεί ο αγωνιζόμενος εγκράτεια σε όλα(Α΄ Κορ. 9, 25), να διαβάσεις καθιστός αρκετά, και κυρίως τα νηπτικά συγγράμματα των Πατέρων. Έπειτα κοιμήσου μία ώρα, αν είναι μεγάλες οι μέρες. Στη συνέχεια σήκω και απασχολήσου λίγο με το εργόχειρό σου, κρατώντας και την ευχή. Κατόπιν να κάνεις προσευχή όπως προείπαμε, να διαβάσεις, να μελετήσεις και να φροντίζεις να ταπεινωθείς και να έχεις τον εαυτό σου κάτω απ’ όλους τους ανθρώπους.
Γιατί λέει η Γραφή: «Όποιος υψώνει τον εαυτό του θα ταπεινωθεί, κι όποιος ταπεινώνεται θα υψωθεί»(Λουκ. 14, 11), και: «Όποιος νομίζει ότι στέκεται καλά, ας κοιτάξει μην πέσει»(Α΄ Κορ. 10, 12), και: «Ο Κύριος εναντιώνεται στους υπερήφανους, δίνει όμως τη χάρη Του στους ταπεινούς»(Ιακ. 4, 6), και: «Αρχή της υπερηφάνειας είναι να μη γνωρίζεις τον Κύριο»(Σ. Σειρ. 10, 12), και: «Άνθρωποι υπερήφανοι παρανομούσαν ασυγκράτητα»(Ψαλμ. 118, 51), και: «Μην υψηλοφρονείτε, αλλά να εξομοιώνεστε με τους ταπεινούς»(Ρωμ. 12, 16).
Και ο θείος Χρυσόστομος λέει: «Εκείνος είναι που γνωρίζει κατεξοχήν τον εαυτό του, όποιος νομίζει ότι δεν είναι τίποτε. Γιατί τίποτε άλλο δεν είναι τόσο αγαπητό στο Θεό, όσο το να λογαριάζεις τον εαυτό σου μαζί με τους τελευταίους».
Και ο άγιος Ισαάκ λέει: «Στους ταπεινόφρονες φανερώνονται τα μυστήρια. Όπου φυτρώνει η ταπείνωση, εκεί αναβλύζει η δόξα του Θεού. Μπροστά από τη χάρη τρέχει η ταπείνωση, μπροστά από την παιδαγωγική τιμωρία, η οίηση».
Και ο άγιος Βαρσανούφιος λέει: «Αν θέλεις πράγματι να σωθείς, άκουσε και πράξε· μην πατάς πιά τα πόδια σου στη γη και ανύψωσε το νου σου στον ουρανό, και τα εκεί να μελετάς νύχτα και ημέρα. Προσπάθησε να καταφρονηθείς όσο μπορείς· πάλεψε να δεις τον εαυτό σου κάτω από κάθε άνθρωπο. Αυτή είναι η αληθινή οδός, εκτός από αυτή άλλη δεν υπάρχει για εκείνον που θέλει να σωθεί με τη χάρη του Χριστού που τον δυναμώνει(Φιλιπ. 4, 13). Ας τρέχει εκείνος που θέλει, ας τρέχει, ας τρέχει για να πετύχει το σκοπό του. Δίνω τη μαρτυρία αυτή ενώπιον του ζώντος Θεού, ο οποίος ποθεί να χαρίσει ζωή αιώνια σε καθένα που θέλει».
Και ο Ιωάννης της Κλίμακος: «Δε νήστεψα, δεν αγρύπνησα, δεν κοιμήθηκα στο έδαφος, αλλά ταπεινώθηκα και ο Κύριος με έσωσε σύντομα(Ψαλμ. 114, 6)». Πριν από κάθε άλλο, να επιδιώκεις το «αψήφιστο», δηλαδή να μη σε λογαριάζει κανένας, όπως λέει ο άγιος Βαρσανούφιος: «Το να μην έχεις μέριμνα για κανένα πράγμα, σε κάνει να πλησιάσεις την πόλη. Το να σε αψηφήσει κάθε άνθρωπος, σε κάνει να κατοικήσεις την πόλη. Και το να πεθάνεις για κάθε άνθρωπο, σε κάνει να κληρονομήσεις την πόλη και τους θησαυρούς της. Αν θέλεις να σωθείς, φύλαξε το «αψήφιστο» και τρέχα γι’ αυτό που επιδιώκεις».
Κι αυτό το «αψήφιστο» πάλι, κατά τον όσιο Ιωάννη, μαθητή του αγίου Βαρσανουφίου, είναι το να μην εξισώνεις τον εαυτό σου με κανένα και να μην πεις για οποιοδήποτε καλό έργο ότι και εγώ το έκανα αυτό. Έπειτα κάθισε πάλι και προσευχήσου καθαρά και αρρέμβαστα, ώσπου να έρθει το βράδυ. Τότε ψάλε τον συνηθισμένο εσπερινό και κάνε απόλυση. Και να πιστεύεις ειλικρινά ότι ο Θεός μάς επιβραβεύει με την απονομή και την ανακήρυξη των δωρεών και των επάθλων και την παρηγοριά Του ανάλογα με τον κόπο και την οδύνη μας για την αρετή και κατά το μέτρο της εργασίας μας, σύμφωνα με τα λόγια του ιερού Ψαλμωδού: «Ανάλογα με το πλήθος των οδυνών μου, οι παρηγοριές Σου εύφραναν την ψυχή μου»(Ψαλμ. 93, 19).
Λέει και ο Σωτήρας: «Ελάτε κοντά μου όλοι όσοι κοπιάζετε και είστε φορτωμένοι, κι εγώ θα σας ξεκουράσω»(Ματθ. 11, 28).
Και ο μέγας Παύλος: «Αν πάσχομε μαζί με το Χριστό, μαζί Του και θα δοξαστούμε. Πιστεύω ότι δεν είναι αντάξια τα παθήματα της ζωής αυτής με τη δόξα που μέλλει να μας φανερωθεί»(Ρωμ. 8, 17-18).
Λέει και ο σοφός στα θεία Μάξιμος: «Αιτία της διανομής των θείων αγαθών είναι το μέτρο της πίστεως καθενός. Στο μέτρο δηλαδή που πιστεύομε, έχομε και την προθυμία να πράττομε. Εκείνος λοιπόν που πράττει τα καλά, κατά την αναλογία της πράξεώς του δείχνει το μέτρο της πίστεώς του, και δέχεται όσο πίστεψε το μέτρο της χάρης.
Εκείνος πάλι που δεν πράττει, ανάλογα με την απραξία δείχνει το μέτρο της απιστίας του, και δέχεται όσο απίστησε τη στέρηση της χάρης. Ο φθονερός λοιπόν πράττει κακώς που φθονεί τους άλλους για τα κατορθώματά τους, αφού σαφώς από αυτόν εξαρτάται και από κανέναν άλλο η επιλογή να πιστεύει και να πράττει και ανάλογα με την πίστη του να δεχτεί και τη χάρη».
Να ζητούμε ακόμη ολόψυχα να μείνομε πιστοί τον υπόλοιπο χρόνο της ζωής μας, και μάλιστα τα τέλη της ζωής μας να είναι χριστιανά, ανώδυνα, ανεπαίσχυντα, ειρηνικά και να δώσομε καλή απολογία όταν σταθούμε στο φοβερό βήμα του Κυρίου και Θεού και Σωτήρα μας Ιησού Χριστού.
– Η καθαρή προσευχή είναι ανώτερη από κάθε εργασία.
Κοντά σ’ αυτά, να γνωρίζεις αδελφέ και τούτο· κάθε μέθοδος και κάθε κανόνας, κι αν θέλεις, και κάθε διαφορετική πράξη, έχει οριστεί και κανονιστεί, επειδή δεν μπορούμε ακόμη εμείς να προσευχόμαστε μέσα στην καρδιά μας καθαρά και αρρέμβαστα. Όταν όμως το κατορθώσομε αυτό, με την εύνοια και τη χάρη του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, τότε αφού εγκαταλείψομε τα πολλά και ποικίλα που διαιρούν, ενωνόμαστε με το Ένα και ενιαίο και ενωτικό κατά τρόπο άμεσο και πάνω από κάθε λόγο, όπως λέει ο ένδοξος Θεολόγος: «Ο Θεός που ενώνεται και γνωρίζεται στους ανθρώπους που έγιναν κι αυτοί θεοί κατά χάρη».
Και παρακάτω: «Κι αν μόλις προσεύχεται κανείς με καθαρότητα, τί να πούμε για την πνευματική προσευχή; Κάθε πνευματική προσευχή έχει ελευθερωθεί από κάθε κίνηση. Και η προσευχή που κλίνει σε κάτι, είναι κατώτερη από την πνευματική».
Γι’ αυτό και συ, αν θέλεις να αξιωθείς εν Χριστώ Ιησού αυτά τα καινούργια μυστήρια στο έργο και στην πράξη, δηλαδή με την ίδια την πείρα, σε κάθε καιρό και κάθε ώρα και εργασία σου βίαζε τον εαυτό σου να φτάσεις να προσεύχεσαι μέσα στην καρδιά σου καθαρά κι αρρέμβαστα.
Για να προκόψεις έτσι, από νήπιο που θηλάζει, σε άνδρα τέλειο με πλήρη πνευματική ωριμότητα που μέτρο της είναι ο Χριστός(Εφ. 4, 13) και να επιτύχεις το μακαρισμό και την ανακήρυξή σου σε πιστό και φρόνιμο οικονόμο(Λουκ. 12, 42), γιατί διαχειρίζεσαι με κρίση τους λόγους σου(Ψαλμ. 111, 5-6), δηλαδή ενεργείς σύμφωνα με τη λογική.
Γι’ αυτό και δε θα κλονιστείς στον αιώνα, όπως γράφει γι’ αυτό ο άγιος Φιλήμων: «Αδελφέ, είτε νύχτα είτε ημέρα σε αξιώσει ο Θεός να προσευχηθείς απερίσπαστα με καθαρό νου, μην περιοριστείς στον κανόνα σου, αλλά με όση δύναμη έχεις να επεκτείνεσαι στην προσευχή και να αφοσιώνεσαι στο Θεό. Και Αυτός φωτίζει την καρδιά σου ποιά πνευματική εργασία να κάνεις». Και κάποιος από τους φωτισμένους με τη σοφία του Θεού Αγίους είπε: «Αν θέλεις να παραστέκεσαι με το σώμα σου σαν ασώματος μπροστά στο Θεό, απόκτησε προσευχή αδιάλειπτη, κρυμμένη μέσα στην καρδιά σου, και τότε γίνεται προ του θανάτου η ψυχή σου σαν άγγελος». Παρόμοια και ο άγιος Ισαάκ, όταν τον ερώτησε κάποιος ποιο είναι το γενικό περιεχόμενο όλων των κόπων αυτού του έργου, δηλαδή της ησυχίας, ώστε φτάνοντας το να μάθει ότι έφτασε την τελειότητα της ησυχίας, αποκρίθηκε: «Όταν αξιωθεί κανείς να επιτύχει τη μόνιμη προσευχή.
Γιατί όταν φτάσει κανείς σε αυτή την προσευχή, έφτασε στο τέλος όλων των αρετών και γίνεται στο εξής κατοικητήριο του Αγίου Πνεύματος. Αν δηλαδή κάποιος δε δέχθηκε πλήρως τη χάρη του Παρακλήτου, δεν μπορεί να ολοκληρώσει με άνεση τη μονιμότητα της προσευχής αυτής. Όταν σε κάποιον κατοικήσει το Πνεύμα, αυτός δεν παύει πλέον από την προσευχή, γιατί είναι το ίδιο το Πνεύμα που πάντοτε προσεύχεται.
Και τότε η προσευχή δεν κόβεται από την ψυχή του ούτε στον ύπνο ούτε στην εγρήγορση· αλλά και όταν τρώει και όταν πίνει και κοιμάται και ό,τι και να κάνει, ακόμη και μέσα στον βαθύ του ύπνο, οι ευωδίες και οι ατμοί της προσευχής αναδίδονται από την καρδιά του χωρίς κόπο. Και δε χωρίζεται ποτέ από αυτόν η προσευχή· όλες τις ώρες, ακόμη κι αν φαίνεται εξωτερικά ότι παύει, μέσα του εργάζεται μυστικά η προσευχή.
Και αυτή η σιωπή των καθαρών ονομάζεται προσευχή από κάποιον Άγιο. Επειδή οι λογισμοί των ανθρώπων αυτών είναι θείες κινήσεις, και οι κινήσεις της καθαρής καρδιάς και διάνοιας είναι φωνές πράες με τις οποίες ψάλλουν μυστικά στο Θεό». Και πολλοί άλλοι θεοφόροι Πατέρες, μυσταγωγημένοι με την πείρα από τη θεία χάρη, έγραψαν πάρα πολλά τέτοια θαυμάσια, τα οποία παραλείπομε για να μη μακραίνομε το λόγο.
– Ο αριθμός των γονυκλισιών του εικοσιτετραώρου.
Όσον αφορά στις γονυκλισίες, οι Πατέρες όρισαν τριακόσιες, τις οποίες οφείλομε να κάνομε κάθε εικοσιτετράωρο των πέντε ημερών της εβδομάδας. Γιατί το Σάββατο και την Κυριακή και σε άλλες καθιερωμένες ημέρες, και μάλιστα και εβδομάδες, για κάτι μυστικούς και απόρρητους λόγους, έχομε εντολή να σταματούμε τις γονυκλισίες. Υπάρχουν όμως κάποιοι που υπερβαίνουν και αυτόν τον αριθμό, ενώ μερικοί κάνουν και λιγότερες, ο καθένας κατά τη δύναμη και την προαίρεσή του. Και συ λοιπόν κάνε όσες μπορείς. Βέβαια είναι μακάριος, και μάλιστα πολλές φορές, εκείνος που βιάζει τον εαυτό του πάντοτε σε όλα τα έργα του Θεού. Γιατί η βασιλεία των ουρανών κερδίζεται με τη βία και την αρπάζουν αυτοί που βιάζουν τον εαυτό τους(Ματθ. 11, 12).
– Η διανομή των θείων αγαθών δε γίνεται μόνο ανάλογα με τον αγώνα και την εργασία μας, αλλά και με την κατάσταση, τη δεκτικότητα, την πίστη και τη φυσική μας διάθεση.
Ας ξέρομε λοιπόν και τούτο· ότι η διανομή των θείων δωρεών δεν γίνεται, όπως προείπαμε, ανάλογα μόνο με τον αγώνα και την εργασία μας, αλλά και ανάλογα με την έξη της πολιτείας μας και τη δεκτικότητά μας, αλλά και κατά την πίστη μας σ’ εκείνα που επιδιώκομε και τη φυσική μας διάθεση.
Πρόσεξε ακόμη, να μη γνωρίζει κανείς την πνευματική σου εργασία, εκτός από το διδάσκαλο και οδηγό σου. Και να προσεύχεσαι για μας τους ανάξιους που λέμε αλλά δεν πράττομε το αγαθό, για να αξιωθούμε να κάνομε πρώτα εκείνα που αρέσουν στο Θεό και κατόπιν να λέμε στους άλλους και να τους συμβουλεύομε. Επειδή, κατά το λόγο του Κυρίου, όποιος τηρήσει τις εντολές και διδάξει τους άλλους, αυτός θα ονομαστεί μέγας(Ματθ. 5, 19).
Εσένα πάλι, είθε ο παντοκράτωρ και πανεύσπλαχνος Κύριος να σε ενισχύσει και να σε βοηθήσει να ακούς με σύνεση αυτά που γράφομε και να τα πράττεις με πόθο. Γιατί δεν είναι δικαιωμένοι ενώπιον του Θεού όσοι άκουσαν το νόμο, αλλά όσοι τον φύλαξαν, όπως λέει ο θείος Παύλος(Ρωμ. 2, 13). Και είθε να σε κατευθύνει σε κάθε έργο αγαθό και σωτήριο και να σε χειραγωγήσει με τη βοήθεια του Πνεύματος στη νοερή και ιερή εργασία με τις ευχές των Αγίων. Αμήν.
Επειδή όμως έχομε πει προηγουμένως λίγα περί πρακτικής διακρίσεως, είναι τώρα ευκαιρία να κάνομε σύντομα λόγο και για την καθολική και τελειότατη διάκριση, όσο μπορούμε, αφού η αρετή αυτή είναι μεγαλύτερη απ’ όλες τις αρετές, σύμφωνα με τους ένδοξους Πατέρες μας.